- επιταχυντικός
- -ή, -ό1. αυτός που επαυξάνει την ταχύτητα, που επιταχύνει κίνηση ή ενέργεια2. αυτός που συντελεί σε επιτάχυνση.επίρρ...επιταχυντικώς και -άμε τρόπο που επαυξάνει την ταχύτητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτάχυνση. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ι. Ν. Χατζιδάκι].
Dictionary of Greek. 2013.